Με τον όρο υπογονιμότητα ονομάζουμε την αδυναμία σύλληψης μετά από 12 μήνες σεξουαλικών επαφών χωρίς προφύλαξη ή χρήση αντισυλληπτικών μέσων και μετά τα 35 έτη, έξι μήνες, ενώ με τον όρο στειρότητα ονομάζουμε την απόλυτη αδυναμία σύλληψης.
Το πρόβλημα της υπογονιμότητας εμφανίζεται συχνά και είναι διαχρονικό. Το ποσοστό συνεχώς μεγαλώνει τα τελευταία χρόνια και διεθνώς το 15% των ζευγαριών αντιμετωπίζουν κάποια δυσκολία στη σύλληψη γενικώς, ή στη σύλληψη του επιθυμητού αριθμού παιδιών, σύμφωνα με εκτιμήσεις του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας (Π.Ο.Υ.).
Οι αιτίες που μπορεί να την προκαλέσουν είναι πολλές. Η πιο κοινή αιτία είναι η διαταραχή της ωορρηξίας. Ακόμη μπορεί να είναι ο φραγμένες σάλπιγγες που συμβαίνει όταν μια γυναίκα έχει κάποια φλεγμονώδη πυελική νόσο ή ενδομητρίωση ή και διακοπή κύησης. Επιπλέον, μπορεί να προκύπτει από κάποια πάθηση που υπάρχουν κατά τη γέννηση μας και αφορούν τη δομή της μήτρας ή τα ινομυώματα στη μήτρα.
Η γυναικεία υπογονιμότητα μπορεί να επηρεαστεί και από άλλους παράγοντες. Ενδεικτικά να αναφερθεί ότι η αλλαγή πολλών σεξουαλικών συντρόφων ή ο πολλαπλός αριθμός αμβλώσεων συνδράμει καθοριστικά στην υπογονιμότητα.
Αν λοιπόν το ζευγάρι πραγματοποιήσει επίσκεψη στον γυναικολόγο, ειδικό στην υπογονιμότητα, θα υποβληθεί σε κάποιες ειδικές εξετάσεις προκειμένου να γίνει ο ανάλογος κλινικός και εργαστηριακός έλεγχος.και